- αξιοπιστία
- ητο να είναι κανείς αξιόπιστος: Η αξιοπιστία του Ηροδότου είχε αμφισβητηθεί στο παρελθόν.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀξιοπιστία — ἀξιοπιστίᾱ , ἀξιοπιστία trustworthiness fem nom/voc/acc dual ἀξιοπιστίᾱ , ἀξιοπιστία trustworthiness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιοπιστίᾳ — ἀξιοπιστίᾱͅ , ἀξιοπιστία trustworthiness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αξιοπιστία — η (Α ἀξιοπιστία) ιδιότητα του αξιόπιστου* αρχ. το να φαίνεται κάτι εύλογο, ότι δηλ. αξίζει να γίνει πιστευτό … Dictionary of Greek
ἀξιοπιστίας — ἀξιοπιστίᾱς , ἀξιοπιστία trustworthiness fem acc pl ἀξιοπιστίᾱς , ἀξιοπιστία trustworthiness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιοπιστίαι — ἀξιοπιστίᾱͅ , ἀξιοπιστία trustworthiness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιοπιστίαν — ἀξιοπιστίᾱν , ἀξιοπιστία trustworthiness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αττικός — I Όνομα ιστορικών προσώπων, Ελλήνων και Ρωμαίων, στους ρωμαϊκούς χρόνους. 1. Ηρώδης (βλ. λ. Ηρώδης ο Αττικός). 2. Τίτος Πομπώνιος Α. (Ρώμη 109 32 π.Χ.). Καταγόταν από οικογένεια που καταγόταν απο τον βασιλιά της αρχαίας Ρώμης Νουμά Πομπίλιον.… … Dictionary of Greek
αψευδήγορος — ἀψευδήγορος, ον (Μ) το ουδ. ως ουσ. η ειλικρίνεια, η αξιοπιστία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αψευδής + αγορος < αγορά < αγείρω (πρβλ. παρήγορος, προσήγορος κ.λπ.)] … Dictionary of Greek
αψευδής — ές (AM ἀψευδής, ές) 1. ειλικρινής, φιλαλήθης 2. αληθινός, πραγματικός, αναμφισβήτητος μσν. 1. (με παράλειψη του ουσ.) ὁ Ἀψευδής ο Χριστός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀψευδές α) η αλήθεια β) η αξιοπιστία αρχ. αλάνθαστος, ακριβής … Dictionary of Greek
εκτυπωτής — Περιφερειακή συσκευή του ηλεκτρονικού υπολογιστή, με την οποία ο χρήστης έχει τη δυνατότητα να αποτυπώνει, σε χαρτί ή σε άλλο μέσο (π.χ. σε φιλμ ή σε απλή διαφάνεια), το αρχείο του επιθυμεί (ή μέρος του). Συνηθέστερα είδη ε. είναι αυτοί που… … Dictionary of Greek